- αιθυλένιο
- Ακόρεστος αλειφατικός υδρογονάνθρακας (C2Hsub4), πρώτο μέλος της σειράς των ολεφινών (βλ. λ.). Βρίσκεται ως συστατικό των φυσικών αερίων και μεταξύ των προϊόντων της πυρόλυσης του πετρελαίου. Μπορεί να παραχθεί και συνθετικά από την αιθυλική αλκοόλη με αφυδάτωση (CH3CH2OH → CH2 = CH2 + H2O) ή με άλλες αντιδράσεις (π.χ. καταλυτική υδρογόνωση του ακετυλενίου: CH= CH + Η2→ CH2 = CH2). Είναι αέριο άχρωμο και αναφλέξιμο, υγροποιείται εύκολα και στην υγρή κατάσταση βρίσκει εφαρμογές και ως διαλυτικό, σε ορισμένες βιομηχανικές συνθέσεις πολυμερών. Η ύπαρξη του διπλού δεσμού των δύο ατόμων του άνθρακα καθιστά το μόριο του α. εξαιρετικά δραστικό.Οι αντιδράσεις που παρουσιάζονται δεν είναι ούτε αντικατάστασης ούτε υποκατάστασης αλλά, εξαιτίας της τάσης που έχει ο διπλός δεσμός να σπάει, είναι αντιδράσεις πραγματικής προσθήκης ατόμων ή ομάδων ατόμων. Με το υδρογόνο, με την παρουσία κατάλληλων καταλυτών (λευκόχρυσου ή παλλαδίου σε λεπτό διαμερισμό), το α. μετατρέπεται σε αιθάνιο, τον αντίστοιχο κορεσμένο υδρογονάνθρακα. Με επεξεργασία με οξειδωτικά υλικά μεταβάλλεται σε γλυκόλη με την προσθήκη δύο υδροξυλίων. Το α. αντιδρά εξάλλου με τα αλογόνα, με τα ανόργανα οξέα κλπ. Η ύπαρξη του διπλού δεσμού και το εύκολο σπάσιμό του επιφέρουν, ως αποτέλεσμα, μια ευκολία πολυμερισμού του α. και των άλλων ολεφινών. Το πολυμερές που προκύπτει από το α. (πολυαιθυλένιο) φτάνει σε διάφορα μοριακά βάρη, ανάλογα προς τον βαθμό πολυμερισμού (όπου αντιστοιχεί και μια διάφορη φυσική κατάσταση). Η επεξεργασία εκτελείται σε υψηλή θερμοκρασία κάτω από πίεση 1.000 ατμοσφαιρών και με την παρουσία κατάλληλων καταλυτών. Το πολυαιθυλένιο είναι πλαστικό υλικό, που παρουσιάζει αισθητή αντοχή και σταθερότητα χημική, καλές ηλεκτρικές ιδιότητες κλπ. Το α. βρίσκει ακόμη εφαρμογή και στη σύνθεση ενός αερίου που χρησιμοποιείται για πολεμικούς σκοπούς, του γνωστού υπερίτη.
Dictionary of Greek. 2013.